Κείμενο – φωτογραφίες: Θοδωρής Αθανασιάδης | Views of Greece
Πηγή: Η Εφημερίδα των Συντακτών
Το έλατο είναι ένα δέντρο που έχει ταυτιστεί με την αγέρωχη ομορφιά των άγριων βουνοσειρών μας, με τη λεβεντιά και την περηφάνια των ορεσίβιων, αλλά και με το Δωδεκαήμερο των εορτών των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων. Είναι ένα σύμβολο χαράς, συνδεμένο με την οικογενειακή θαλπωρή των εορτών και την ξεγνοιασιά των παιδικών μας χρόνων.
Μπορεί το έθιμο του στολισμού του να είναι ξενόφερτο, ωστόσο οι αρχαίοι Έλληνες ανέκαθεν διακοσμούσαν κλαδιά δέντρων (κυρίως ελιάς, αλλά και βελανιδιάς) με ξερά φρούτα και άλλα στολίδια, για να ξορκίσουν το κακό, να προαναγγείλουν τον γρήγορο ερχομό της άνοιξης και να εξευμενίσουν τους θεούς ώστε να έχουν ένα πλούσιο σε συγκομιδή, καλοκαίρι.
Κάποιοι ειδήμονες, όπως ο καθηγητής και αρχαιολόγος Απόστολος Αρβανιτόπουλος (1874 -1942), υποστήριζαν πως το έθιμο αυτό μεταφέρθηκε από Έλληνες εμπόρους και ταξιδιώτες στη βόρεια Ευρώπη και από εκεί επέστρεψε στη χώρα μας ως στολισμένο έλατο, από τους Βαυαρούς διοικητικούς υπάλληλους τους οποίους έφερε μαζί του ο Όθωνας. Από τότε, η συνήθεια του στολισμού των δέντρων και κυρίως του έλατου συνδέθηκε με την ελληνική σημειολογία των γιορτινών αυτών ημερών.
Έτσι, για την ιστορία, το πρώτο χριστουγεννιάτικο δέντρο στολίστηκε το 1833 από τον βασιλιά Όθωνα στα ανάκτορα του Ναυπλίου. Όταν ο Βαυαρός βασιλιάς μετέφερε την πρώτευσα στην Αθήνα, το στολισμένο έλατο στήθηκε στο Πεδίον του Άρεως και οι Αθηναίοι έκαναν ουρές για να το δουν. Μάλιστα λέγεται ότι το βράδυ το φυλούσαν στρατιώτες για να μην κλαπούν τα περίτεχνα στολίδια του. Μετά τα Θεοφάνια η δημοτική αρχή πήγε να το μαζέψει, αλλά οι εντυπωσιασμένοι Αθηναίοι ζήτησαν να παραμείνει στη θέση του, με αποτέλεσμα το πρώτο χριστουγεννιάτικο έλατο να κρατηθεί στολισμένο όλο τον Γενάρη.
Το ελληνικό δημοτικό τραγούδι τιμά τον έλατο
Στα ελληνικά βουνά σύμφωνα με τους δασολόγους συναντάμε τέσσερα είδη ελάτης, την κεφαλληνιακή ελάτη (Abies cephalonica), την υβριδογενή ελάτη (Abies borisii regis), τη λευκή ελάτη (Abies alba) και την ερυθρελάτη (Picea abies).
- Η κεφαλληνιακή ελάτη είναι ένα από τα ενδημικά δασικά είδη της Ελλάδας. Το πρώτο αμιγές δάσος εντοπίστηκε από επιστήμονες στο βουνό Αίνος της Κεφαλονιάς. Πυκνά δάση κεφαλληνιακής ελάτης αναπτύσσονται σε ύψος 600 έως και 1.800 μέτρων στα βουνά της Στέρεας Ελλάδας, στην Πελοπόννησο, την Ήπειρο και τη Μακεδονία. Είναι από τα πιο εμβληματικά δέντρα των ελληνικών δασών με ύψος που μπορεί να φτάσει ακόμη και τα 40 μέτρα και χαρακτηρίζεται για τη μεγάλη αντοχή του στην ανομβρία και στις μεγάλες διακυμάνσεις της θερμοκρασίας. Το ξύλο του χρησιμοποιείται ως πριονιστή ξυλεία, στην επιπλοποιία, στη ναυπήγηση καϊκιών, στην κατασκευή σπιτιών και ως καυσόξυλο, ενώ το ρετσίνι του έχει διάφορες φαρμακευτικές εφαρμογές.
- Η λευκή ελάτη ή -επί το λαϊκότερον- χτενοέλατο, ξεχωρίζει από τον ανοιχτόχρωμο και σχετικά λείο φλοιό της. Απαντάται υπό μορφή συστάδων στην Ήπειρο, στη Βόρεια Θεσσαλία, στη Μακεδονία και στις μεθοριακές βουνοσειρές της Θράκης.
- Η υβριδογενής ελάτη, γνωστή και ως μακεδονίτικο έλατο, θεωρείται υβρίδιο που έχει προέλθει από επιμιξία της λευκής με την κεφαλληνιακή ελάτη. Δάση της απλώνονται κατά συστάδες στην Κεντρική Ελλάδα και φτάνουν ως τα βορειότερα βουνά της Μακεδονίας, αλλά και της Βαλκανικής χερσονήσου.
- Τέλος, η ερυθρελάτη (νορβηγικό έλατο) είναι ένα εξαιρετικά διαδεδομένο δασικό είδος στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη όπου μπορεί να φτάσει σε ύψος και τα 80 μέτρα! Στην Ελλάδα τη βρίσκουμε κυρίως στην οροσειρά της Ροδόπης. Πιθανολογείται πως μετανάστευσε στη βαλκανική χερσόνησο κατά την Εποχή των Παγετώνων. Μάλιστα η Ροδόπη θεωρείται το νοτιότερο σημείο εμφάνισής της στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Περιήγηση στα ομορφότερα ελατοδάση της Ελλάδας
Το 26% της συνολικής έκτασης της Ελλάδας καταλαμβάνεται από δάση. Ένα μεγάλο μέρος αυτής της έκτασης (πιθανόν το 14-15% – δεν μπορέσαμε να βρούμε ακριβή στοιχεία) καλύπτεται από τα τέσσερα είδη ελάτης που αναφέραμε πιο πάνω.
Ξεκινώντας από τον νότο, στην Πελοπόννησο συναντάμε έλατα σχεδόν σε όλα τα μεγάλα βουνά της, όπως είναι ο Χελμός, η Ζήρια, ο Ερύμανθος. Μάλιστα στο Μαίναλο και στον Πάρνωνα εκτείνονται τα πιο αρραγή από αυτά. Το νοτιότερο σημείο εξάπλωσης του δασικού αυτού είδους θα το δούμε στον επιβλητικό Ταΰγετο.
Στη Στερεά Ελλάδα, την ορεινή Ναυπακτία, τα μεγάλα βουνά Οίτη, Γκιώνα, Παρνασσός, Βαρδούσια, είναι δασοσκέπαστα κυρίως από την κεφαλληνιακή ελάτη. Στο βόρειο τμήμα της Εύβοιας συναντάμε ελατοδάση που μάλιστα, σε κάποια σημεία στα ανατολικά, κατεβαίνουν σε αρκετά χαμηλό υψόμετρο.
Αναμφίβολα όμως τα πλέον ενδιαφέροντα αμιγή δάση, όπου μάλιστα συνδυάζονται και οι τρεις ποικιλίες του είδους (εκτός από την ερυθρελάτη) υπάρχουν στην οροσειρά των Αγράφων, η οποία καταλαμβάνει μια τεράστια περιοχή, περιλαμβάνοντας σχεδόν όλον τον νομό Ευρυτανίας, τα δυτικά των νομών Καρδίτσας και Φθιώτιδας και τα ανατολικά του νομού Άρτας.
Λίγο βορειότερα ξεδιπλώνονται τα ελατοδάση του Ασπροπόταμου που απλώνονται στο μεγαλύτερο μέρος τους στα δυτικά του Νομού Τρικάλων και σε τμήματα της Ηπείρου. Στο Περτούλι, σε ύψος 1.000-1.700 μέτρων οροθετείται το Πανεπιστημιακό Δάσος, όπου εκπαιδεύονται οι φοιτητές της Σχολής Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του ΑΠΘ.
Στα ελατοδάση της Μακεδονίας παρατηρείται ανάμειξη με τα δάση οξιάς, αλλά και της δασικής και μαύρης πεύκης. Στα μεθοριακά βουνά της Ανατολικής Μακεδονίας, της Θράκης και στο ελληνικό τμήμα της οροσειράς της Ροδόπης, εντοπίζονται τα μοναδικά σημεία της χώρας όπου οι τοπικές ποικιλίες συναντούν τον βορινό ξάδελφό τους, το νορβηγικό έλατο ή ερυθρελάτη. Ιδίως στο δασικό σύμπλεγμα Φρακτού Δράμας, η δασική τοπιογραφία ξεφεύγει από τα γεωγραφικά όρια της Μεσογείου και παραπέμπει περισσότερο στα δασικά οικοσυστήματα της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης.
Δάσος, αναλώσιμο είδος στην Ελλάδα
Άλλες ανθρωπογενείς δραστηριότητες που συρρικνώνουν το ελατόδασος είναι η αυθαίρετη διάνοιξη δασικών δρόμων, που μάλιστα οι περισσότεροι από αυτούς παραμένουν βατοί όλο τον χρόνο, δίνοντας πρόσβαση στους λαθροϋλοτόμους και στους λαθροκυνηγούς.
Κατά καιρούς η ανάπτυξη μυκητιάσεων, αλλά και ο υπερπληθυσμός διάφορων επιβλαβών εντόμων θέτουν σε κίνδυνο τα ελατοδάση κυρίως στην Πελοπόννησο, αλλά και στη Στερεά Ελλάδα.
Βέβαια και πάλι εδώ ο άνθρωπος είναι αυτός που έχει βάλει έμμεσα το χέρι του διαταράσσοντας το οικοσύστημα, αφού η μεγάλη μείωση των εντομοφάγων πουλιών εξαιτίας της συρρίκνωσης των βιοτόπων τους, του κυνηγιού και της ανεξέλεγκτης χρήσης φυτοφαρμάκων, οδηγούν σε πληθυσμιακές εκρήξεις επιβλαβών εντόμων.
Τελευταία έρχεται ένας καινούργιος εφιάλτης να προστεθεί στην πληθώρα των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν τα δάση στην Ελλάδα. Αν τελικά ολοκληρωθεί το καταστροφικό έργο εγκατάστασης βιομηχανικού τύπου ανεμογεννητριών στην οροσειρά της Πίνδου (το 80% των κορυφογραμμών έχουν δεσμευτεί για αιολικά πάρκα, σύμφωνα με τη ΡΑΕ), τα χιλιάδες χιλιόμετρα εναέριων καλωδίων μεταφοράς ρεύματος που αναγκαστικά θα περνούν μέσα από τα πιο συμπαγή ελατοδάση της χώρας θα αυξήσουν κατακόρυφα τον κίνδυνο πυρκαγιών.
Αν ευοδωθεί το εφιαλτικό αυτό σενάριο, οι πυρκαγιές στα υγιέστερα δασικά οικοσυστήματα θα δώσουν το τελειωτικό χτύπημα στους ορεινούς οικότοπους που, σύμφωνα με τους επιστήμονες, είναι η ασπίδα της χώρας απέναντι στην κλιματική αλλαγή. Άραγε αυτά τα ανησυχητικά δεδομένα, όπως επίσης και οι καταστροφικές επιπτώσεις τους στην οικονομία και στην ποιότητα ζωής των Ελλήνων, έχουν συνυπολογιστεί; Ή όλα συγκαλύπτονται μέσα από τις έωλες, «copy paste» μελέτες που συνοδεύουν αυτές τις «πράσινες» επενδύσεις;
Ευάλωτα ελατοδάση
Τα δάση των κωνοφόρων (ψυχρόβια είδη), εκτός από την προστασία των εδαφών από τη διάβρωση, δημιουργούν ένα δροσερό μικροκλίμα που ευεργετεί ολόκληρη την παρακείμενη περιοχή. Χωρίς τα πολύτιμα αυτά δάση, μεγάλες περιοχές της ορεινής Ελλάδας που σήμερα είναι γνωστές για τα άφθονα νερά τους, την πλούσια πανίδα και το δροσερό τους κλίμα, θα υποστούν ανεπανόρθωτη ζημιά. Οι δασολόγοι γνωρίζουν πολύ καλά πως αν χαθούν τα έλατα θα επικρατήσουν συνθήκες ζέστης, ξηρασίας, έντονου φωτισμού του εδάφους και θα ενταθούν τα διαβρωτικά φαινόμενα.
Δυστυχώς μετά τη χαλέπιο και τραχεία πεύκη, τα δάση ελάτης είναι από τα πιο ευπρόσβλητα, λόγω της ύπαρξης του ρετσινιού, στις πυρκαγιές. Σε αντίθεση με τα πευκοδάση που έπειτα από μια πυρκαγιά, αν δεν μεσολαβήσουν βλαπτικές ανθρώπινες δραστηριότητες, αναγεννώνται, με το καμένο ελατόδασος δεν συμβαίνει με το ίδιο. Θεωρητικά βέβαια δύσκολα ξεκινά μια πυρκαγιά σ’ ένα δάσος ελάτης. Όμως αν οι καιρικές συνθήκες είναι κατάλληλες -παρατεταμένος καύσωνας, ανομβρία, ισχυροί άνεμοι- η φωτιά ξεκινήσει από ένα πευκοδάσος που βρίσκεται χαμηλότερα και περάσει στο ελατόδασος τότε, λόγω του απόκρημνου εδάφους των μεγάλων υψομέτρων, πολύ δύσκολα τιθασεύεται.