«Η πανδημία μάς βρήκε ευάλωτους»

Πηγή: Η Καθημερινή

Η επέλαση του νέου κορωνοϊού και οι βαριές συνέπειές του στη δημόσια υγεία ανέδειξαν το πόσο ευάλωτες είναι οι σύγχρονες κοινωνίες (παρά τις επιστημονικές κατακτήσεις) και φώτισαν τις “κερκόπορτες” που έχουν ανοίξει στο ανοσοποιητικό σύστημα του ανθρώπινου οργανισμού από τη χρόνια έκθεση σε πλήθος ρυπαντικών παραγόντων. Ενώ η αντιμετώπιση και ο έλεγχος της πανδημίας αποτελεί το άμεσο καθήκον, επιστήμονες και ερευνητές θέτουν την ανάγκη να επανεξεταστούν το συνολικό μοντέλο ανάπτυξης και οι τρόποι που υποσκάπτουμε την υγεία της ανθρωπότητας και του πλανήτη, δύο στοιχεία που μόνον ενιαία μπορούμε να αντιμετωπίζουμε.

«Χρειάζεται μια ολιστική προσέγγιση. Δεν είναι τυχαίο πως τις τελευταίες δεκαετίες αναγνωρίζεται μια ανησυχητική αύξηση στον αριθμό και στη δυνατότητα διασποράς λοιμωδών νόσων, με αποκορύφωση την πανδημία του SARS-CoV-2. Είναι σημαντικό όχι μόνο να τις αντιμετωπίσουμε στην εκδήλωσή τους, αλλά ιδανικά να προλάβουμε την ανάπτυξη μελλοντικών πανδημιών. Υπάρχει ανάγκη για ανάπτυξη μοντέλων έρευνας που θα εφαρμόζουν την έννοια της πολύπλευρης και πολυπαραγοντικής έκθεσης των ατόμων σε παράγοντες κινδύνου, όπως συμβαίνει στην πραγματική ζωή, έναντι της τρέχουσας πρακτικής που διερευνάται η μονοσήμαντη έκθεση», λέει στην Κ ο ακαδημαϊκός και καθηγητής Τοξικολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης, Αριστείδης Τσατσάκης, το έργο του οποίου έχει μεγάλη επίδραση σε διεθνές επίπεδο (αναφέρεται ως ο επιστήμονας με τη μεγαλύτερη επιρροή διεθνώς στο πεδίο φαρμακολογίας-τοξικολογίας).

«Μέσα σε ένα χρόνο, η νόσος COVID-19 έχει ιδιαίτερα υψηλό αριθμό κρουσμάτων και νεκρών. Έδειξε πως η διαχρονική έλλειψη πρόληψης και προετοιμασίας μπορεί να οδηγήσει σε απρόβλεπτες εξάρσεις με απροσδόκητες συνέπειες», σημειώνει ο κ. Τσατσάκης. Μια σειρά μελετών που έχουν πραγματοποιήσει ο καθηγητής Αριστείδης Τσατσάκης και οι συνεργάτες του στο Εργαστήριο Τοξικολογίας του Πανεπιστημίου της Κρήτης, αλλά και σε ξένα πανεπιστήμια, έχει δείξει τη συνεργατική δράση διαφόρων ουσιών και τις δυσμενείς επιπτώσεις αυτών στην υγεία του ατόμου. «Ο SARS-CoV-2 δεν είναι το θηρίο που έχουμε απέναντι, είναι το αποτέλεσμα της αλόγιστης ανάπτυξης των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων», υπογραμμίζουν οι συνεργάτες του κ. Τσατσάκη στο Εργαστήριο Τοξικολογίας, Δημήτριος Πετράκης (παιδοχειρουργός), Ταξιάρχης Νικολουζάκης (ιατρός) και Βασιλική Καρζή (χημικός). «Εξετάζοντας τον σύγχρονο τρόπο ζωής και εργασίας υπό αυτό το πρίσμα, μπορούμε να αναγνωρίσουμε μια συσχέτιση μεταξύ του αυξανόμενου ρυθμού εμφάνισης χρόνιων νόσων και της ολοένα και πιο εντατικής ανάπτυξης μολυσματικών δραστηριοτήτων του ανθρώπου», αναφέρουν.

Τέτοιες δραστηριότητες μπορεί να είναι, σύμφωνα με τις μελέτες του Εργαστηρίου υπό την επιστημονική επίβλεψη του καθηγητή Τσατσάκη, η εντατική χρήση φυτοφαρμάκων και βιοκτόνων στη γεωργία, η αυξανόμενη χρήση αντιβιοτικών και γενετικώς τροποποιημένων τροφών στην κτηνοτροφία, η εισαγωγή ενός τεράστιου αριθμού χημικών ουσιών στη βιομηχανία, οι πλαστικοποιητές και τα διάφορα συντηρητικά στον τομέα των τροφίμων και ένδυσης και οι πολλαπλές χημικές ουσίες, όπως τα parabens στα προϊόντα κοσμετολογίας και ατομικής περιποίησης. Ακόμα η εντατική χρήση κινητήρων εσωτερικής καύσης στις μετακινήσεις, αλλά και νέες μορφές μόλυνσης όπως η έκθεση σε μικροσωματίδια-νανοσωματίδια και οι διάφορες ακτινοβολίες και ηλεκτρομαγνητικά πεδία των τηλεπικοινωνιακών δικτύων. «Ένα άτομο που από νεαρή ηλικία εκτίθεται σε ένα τέτοιο μείγμα πολλαπλών επιβαρυντικών παραγόντων, εφαρμόζοντας έναν ανθυγιεινό τρόπο ζωής, όπως το δυτικό πρότυπο διατροφής και το έντονο στρες, με την ταυτόχρονη έλλειψη προστατευτικών μέτρων, όπως η άσκηση, η επαρκής ξεκούραση, αλλά και η υγιεινή διατροφή, διατρέχει σημαντικά πιο αυξημένο κίνδυνο να είναι ευάλωτο σε μια ασθένεια», συνοψίζει ο κ. Τσατσάκης.

Φλεγμονώδες σύνδρομο

Εντός αυτού του ευρύτερου πλαισίου μπορεί κανείς να αναζητήσει ορισμένες και από τις αιτίες που εξασθενούν το αμυντικό σύστημα του ανθρώπινου οργανισμού, το οποίο μπορεί να καταστεί ευάλωτο κατόπιν έκθεσης του ατόμου σε σειρά ανοσοτροποποιητικών ουσιών και παραγόντων. «Αυτό με τη σειρά του ευνοεί όχι μόνον την ανάπτυξη της νόσου, αλλά και την εμφάνιση ορισμένων δυσμενών παρενεργειών της, δεδομένης της κακής ρύθμισης της ανοσιακής απόκρισης του οργανισμού. Ένα τέτοιο παράδειγμα μπορεί να αποτελέσει η εμφάνιση ή και επίταση ενός φλεγμονώδους συνδρόμου εξαιτίας της υπερβολικής ενίσχυσης προφλεγμονωδών μοριακών μονοπατιών αλλά και της σύγχρονης αδρανοποίησης αντίθετων ανοσοκατασταλτικών μονοπατιών, ως απόρροια χρόνιου στρες και έκθεσης σε χημικά και ηλεκτρομαγνητικά πεδία», υπογραμμίζει ο διακεκριμένος καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης.

Όπως τονίζεται από την ερευνητική ομάδα του Εργαστηρίου Τοξικολογίας, «η μακροχρόνια έκθεση σε ανθρωπογενείς ρύπους επιδρά στην αύξηση του ανοσολογικού ελλείμματος, στη διείσδυση βακτηρίων και ιών στα κύτταρα, στην αναποτελεσματικότητα των θεραπειών και εμβολίων, και έχει σχέση με την παθογένεση, μολυσματικότητα, κλινική έκβαση και θνησιμότητα της νόσου COVID-19». Μήπως έχει έρθει η ώρα να σκεφτούμε και να δράσουμε με πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα; Το δικαιολογημένο σοκ που έχει προκαλέσει η πανδημία του κορωνοϊού μπορεί να συμβάλει στο να πάρουμε αποφάσεις «έξω από το κουτί», πέρα από τα στερεότυπα.

Η ανάγκη νέων στόχων

Με την ανατολή του 21ου αιώνα, η διεθνής επιστημονική και ιατρική κοινότητα αναγνώρισε την αναγκαιότητα να τεθούν νέοι στόχοι σχετικά με την πρόληψη, αποκατάσταση και προαγωγή της παγκόσμιας υγείας, έχοντας ως γνώμονα τον ορισμό του ΠΟΥ για την υγεία ως μιας κατάστασης σωματικής, πνευματικής και κοινωνικής ευεξίας. «Διαπιστώνουμε ότι παρά την εντατική προσπάθεια επίτευξης έστω και ορισμένων εξ αυτών των στόχων, μεγάλος αριθμός χρόνιων (μη μεταδιδόμενων) νόσων, όπως είναι η παχυσαρκία, οι καρδιοπάθειες, ο σακχαρώδης διαβήτης, τα αυτοάνοσα και τα διάφορα είδη καρκίνου, παρουσιάζουν σταθερή αύξηση, με παρουσία πλέον και σε νεαρότερες ηλικίες», σημειώνουν οι ερευνητές του Εργαστηρίου Τοξικολογίας. Υπάρχουν προσεγγίσεις που θεωρούν πως η αύξηση αυτή οφείλεται στη χρήση πιο αποτελεσματικών μεθόδων διάγνωσης και στην αναβαθμισμένη κοινωνική και επιστημονική επαγρύπνηση. «Αν και ορθές, οι ανωτέρω απόψεις θεωρούνται μάλλον ελλιπείς, αφού δεν αναγνωρίζουν μια πιθανή αλλαγή στον αριθμό αλλά και στη φύση των επιβαρυντικών παραγόντων του περιβάλλοντος και της καθημερινότητας μέσα στην οποία ζουν, κινούνται και αναπτύσσονται οι σύγχρονοι άνθρωποι», αντιτείνουν. Η προσέγγιση που εφαρμόζει ο κ. Τσατσάκης με την ομάδα του, στηρίζεται στην κατανόηση της συνδυαστικής και πολλαπλής επίδρασης διαφόρων στοιχείων στην υγεία του ατόμου ως καθοριστικού παράγοντα νόσου.

Διαβάστε επίσης:

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.