
Πηγή: Αποσπάσματα από τη συνέντευξη της Αναστασίας Μήλιου, υδροβιολόγου και διευθύντριας Έρευνας του Ινστιτούτου Θαλάσσιας Προστασίας Αρχιπέλαγος, στην εφημερίδα Lifo.
– Ποια θεωρείτε ότι είναι η μεγαλύτερη απειλή αυτήν τη στιγμή για τις ελληνικές θάλασσες και τα θαλάσσια οικοσυστήματα που φιλοξενούν;
Οι ελληνικές θάλασσες δεν αντιμετωπίζουν μία μεγάλη απειλή αλλά πάρα πολλές μικρές και μεγαλύτερες, οι αθροιστικές επιπτώσεις των οποίων θέτουν σε κίνδυνο την επιβίωση των θαλάσσιων συγκατοίκων μας και τη δική μας. Πιο σημαντική απειλή είναι η ρύπανση, η οποία, καθώς δεν είναι πάντα ορατή, συχνά θέλουμε απλώς να πιστεύουμε ότι δεν υπάρχει.
Και όταν λέω ρύπανση αναφέρομαι στην πλαστική ρύπανση που οφείλεται τόσο στην πραγματικά ανεπαρκή υποδομή διαχείρισης απορριμμάτων στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας όσο και στις συνήθειες, στη συμπεριφορά και στον τρόπο ζωής μας, που για τους περισσότερους κατακλύζεται από περιττά πλαστικά προϊόντα μίας χρήσης, τα οποία πολλοί δεν κάνουν καν τον κόπο να απορρίψουν σε έναν κάδο, πόσο μάλλον να τα ανακυκλώσουν. Πέρα από την πλαστική ρύπανση, υπάρχει και η χημική ρύπανση και η υποβρύχια ηχορρύπανση, που συνολικά έχουν έντονες επιπτώσεις στα θαλάσσια οικοσυστήματα.
Στη χώρα μας ελάχιστες είναι οι αστικές περιοχές που κάνουν αποτελεσματική διαχείριση των λυμάτων, με αποτέλεσμα οι χημικές ουσίες που καταλήγουν στη θάλασσα να αφήνουν ένα πολύ σοβαρό αποτύπωμα στη θαλάσσια ζωή. Άλλη πολύ σοβαρή απειλή είναι η υπεραλίευση. Αδειάζουμε τις θάλασσές μας από τα ψάρια αλλά και από κάθε λογής οργανισμό, κάτι που έχει τεράστιες συνέπειες όχι μόνο στον άνθρωπο, που τελικά θα στερηθεί αυτή την πολύ σημαντική πηγή τροφής, αλλά και στους υπόλοιπους θαλάσσιους συγκατοίκους μας. Ακόμα και με τα επίπεδα υπεραλίευσης που έχουμε προκαλέσει ήδη, συνεχίζουμε να διεκδικούμε το δικαίωμά μας να παίρνουμε ό,τι θέλουμε από τη θάλασσα, χωρίς να αναλογιζόμαστε τις επιπτώσεις, ένα δικαίωμα που προφανώς δεν έχουμε.

– Δεδομένου ότι έχουμε καταφέρει σχεδόν να εξαντλήσουμε τα ιχθυαποθέματα των θαλασσών μας, με ποια επιχειρήματα πιστεύετε ότι μπορείτε να πείσετε τους αλιείς ότι η υπεραλίευση δεν είναι βιώσιμη;
Το παράδοξο στην Ελλάδα είναι ότι το πρόβλημά μας δεν είναι να πείσουμε τους αλιείς ‒ αυτοί στην πλειονότητά τους κατανοούν απόλυτα το γεγονός ότι πρέπει να διαχειριστούν τα ιχθυαποθέματα που έχουν ανάγκη για να ζήσουν και θα δέχονταν να συμμετέχουν σε ένα πλαίσιο διαχείρισης, εάν αυτό εφαρμοζόταν. Πολλοί είναι οι φορείς των ψαράδων ανά την Ελλάδα που επί χρόνια ζητούν να εφαρμόσουν κάτι τέτοιο.
Το πιο δύσκολο είναι να πείσουμε την πολιτική ηγεσία να θεωρήσει προτεραιότητα την εφαρμογή μέτρων αλιευτικής διαχείρισης, τα οποία μάλιστα θα μπορούσαν να επιδοτηθούν από ευρωπαϊκούς πόρους που δεν έχει ποτέ αξιοποιήσει η Ελλάδα. Το πρόβλημα, λοιπόν, είναι ότι αυτοί που παίρνουν αποφάσεις και σχεδιάζουν πολιτικές σχετικά με την αλιεία ξεκάθαρα δεν κατανοούν τα θέματα της αλιείας.
Είναι αδιανόητο το γεγονός ότι η Ελλάδα, ενώ διαθέτει τον μεγαλύτερο αλιευτικό στόλο στην Ευρώπη, που απαρτίζεται κυρίως από μικρά σκάφη παράκτιας αλιείας -δηλαδή θέσεις εργασίας σε περιοχές όπου δεν υπάρχουν άλλες εναλλακτικές-, εδώ και δεκαετίες είμαστε η μόνη χώρα στην Ε.Ε. που δεν εφαρμόζει στην πράξη καμία πολιτική ή μέτρα που θα μπορούσαν να φέρουν αποτέλεσμα στη διαχείριση των ιχθυαποθεμάτων.

– Ποιο είναι το μεγαλύτερο οικολογικό έγκλημα που συντελείται στις ελληνικές θάλασσες;
Η προγραμματιζόμενη άντληση των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, η οποία θα θέσει τις ελληνικές θάλασσες σε δραματικό ρίσκο μη αναστρέψιμης οικολογικής και κοινωνικο-οικονομικής καταστροφής. Σε μια εποχή που κοντεύει να κλείσει ο κύκλος της χρήσης του πετρελαίου, εμείς, αντί να αναπτύξουμε τα πραγματικά συγκριτικά πλεονεκτήματά μας ως χώρα, σκεφτήκαμε να στραφούμε στην προσέλκυση «επενδυτών» που θα εξορύξουν τα μικρά κοιτάσματα υδρογονανθράκων που διαθέτει η Ελλάδα, τα οποία είναι σχετικά μικρής αξίας, αλλά στην πλειονότητά τους υψηλού ρίσκου λόγω του μεγάλου βάθους ή/και των δύσκολων γεωλογικών και σεισμολογικών χαρακτηριστικών στις περιοχές όπου εντοπίζονται. Εάν αυτό το σχέδιο προχωρήσει, είναι αυτονόητη η απειλή όχι μόνο για τα θαλάσσια οικοσυστήματα και τα είδη αλλά και για τις τουριστικές, γεωργικές και φυσικές περιοχές, καθώς και για τις σχετικές οικονομικές δραστηριότητες.

– Τελικά, πώς μπορεί να προστατευτεί το Αιγαίο;
Θεωρώ ότι ο μόνος τρόπος για να προστατευτεί το Αιγαίο είναι να στηρίξουμε τις τοπικές κοινωνίες και μέσα από ειλικρινείς και στοχευμένες συνεργασίες να ενώσουμε τις δυνάμεις μας για τον σκοπό αυτό. Οι κάτοικοι των νησιωτικών και των παράκτιων περιοχών είναι αυτοί βρίσκονται σε καθημερινή επαφή με τα θαλάσσια είδη και οικοσυστήματα. Στην πλειονότητά τους έχουν μεγάλη εξοικείωση και κατανόηση των θαλάσσιων ειδών αλλά και των παραγόντων που απειλούν την επιβίωσή τους. Πολλοί αποτελούν μια ανεκτίμητη πηγή πληροφοριών για όλους μας.
Θεωρώ τραγικό το ότι μέχρι σήμερα στην Ελλάδα έχουν δαπανηθεί πολλές δεκάδες εκατομμύρια ευρωπαϊκών και κρατικών πόρων δήθεν για την προστασία των θαλάσσιων ειδών, που στην πλειονότητά τους κατέληξαν σε θεωρητικές προσεγγίσεις και πολυσέλιδες μελέτες που σχεδόν ποτέ δεν εφαρμόστηκαν και στις περισσότερες περιπτώσεις αγνοούσαν τη συνεργασία με τις τοπικές κοινωνίες. (…)

– Αν σας ζητούσα να μου πείτε τρία πράγματα τα οποία μπορεί να κάνει ο καθένας μας για να προστατεύσει τις ελληνικές θάλασσες, ποια θα ήταν αυτά;
Να πάψουμε να θεωρούμε ότι οι θαλάσσιοι πόροι μας είναι ανεξάντλητοι και ο καθένας έχει δικαίωμα να παίρνει τα πάντα από τις θάλασσες, χωρίς να τηρεί καν τα όρια που ορίζει η κοινή λογική. Είναι παράδοξο το πώς όλοι, από τον πιο μικρό έως τον πιο μεγάλο, θεωρούμε ότι έχουμε το κεκτημένο δικαίωμα να ασκούμε το ένστικτο του τροφοσυλλέκτη στα οικοσυστήματα των θαλασσών μας.
Να αποκτήσουμε γνώσεις για τη θάλασσα. Παρότι θεωρούμε πως είμαστε ένας θαλασσινός λαός, έχουμε τεράστια άγνοια για τα θαλάσσια οικοσυστήματα και, προφανώς, είναι αδύνατον να προστατεύουμε κάτι που δεν γνωρίζουμε.
Όλοι μαζί αλλά και ο καθένας μας ξεχωριστά να συνειδητοποιήσουμε το δικαίωμα και την υποχρέωση που έχουμε να προστατεύουμε τη μοναδική μας φυσική κληρονομιά, η οποία δεν μας ανήκει, αλλά είναι σημαντική παγκόσμια φυσική κληρονομιά. Είναι καιρός να αναλάβει ο καθένας μας τις ευθύνες του. Οφείλουμε να παρεμβαίνουμε όταν αντιλαμβανόμαστε οτιδήποτε καταστρέφει ή επιβαρύνει τις θάλασσες ή τη φύση μας.