Πηγή: Bookbook
Υπάρχουν στη λογοτεχνία ζώα που έχουν «παρεξηγηθεί» και χρησιμοποιούμε πλέον, οι άνθρωποι, το όνομά τους ως χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης: Είσαι φίδι, είσαι αλεπού, είσαι σκουλήκι… Ζώα που ζούνε στα παραμύθια και στη λογοτεχνία, τόσο παρεξηγημένα! Ο λύκος με την κακία του, η αλεπού με την πονηριά της. Ερμηνεύουμε την προσπάθεια του λύκου να επιβιώσει ως κακία, την επινοητικότητα της αλεπούς ως πονηριά. Ήδη από την εποχή του Αισώπου η αλεπού είχε αποκτήσει τον πονηρό της χαρακτήρα και ο λύκος την κακία και την αγριάδα:
Ένας κόρακας άρπαξε ένα κομμάτι κρέας κι έκατσε σ’ ένα δέντρο. Μια αλεπού, μόλις τον είδε, θέλησε να του πάρει το κρέας. Στάθηκε, λοιπόν, από κάτω και άρχισε να παινεύει ότι τάχα είναι μεγάλος και ωραίος και, προπαντός, ότι αυτός θα ‘πρεπε να ‘ναι ο βασιλιάς των πουλιών και ότι οπωσδήποτε θα γινόταν αυτό, εάν είχε λαλιά. Εκείνος, θέλοντας να της δείξει ότι έχει λαλιά, έκραξε δυνατά, αφήνοντας το κρέας να πέσει. Η αλεπού έτρεξε, το άρπαξε και είπε: «Κόρακα, τα ‘χεις όλα, μόνο μυαλό σου λείπει».
Αισώπου Μύθοι, μτφ. Κώστας Βραχνός, Κόκκινο
Ένας λύκος που είδε ένα αρνί να πίνει νερό σ’ ένα ποτάμι και θέλησε να βρει μια δικαιολογία για να το φάει. Γι’ αυτό, στάθηκε λίγο πιο πάνω και το κατηγόρησε ότι θόλωνε το νερό και ότι δεν τον άφηνε να πιει. Όταν εκείνο απάντησε ότι έπινε με την άκρη των χειλιών του και ότι δεν ήταν δυνατό να θολώνει το νερό, καθώς στεκόταν πιο κάτω, ο λύκος μην πετυχαίνοντας τον στόχο του μ’ αυτήν την κατηγορία, είπε: «Πέρυσι, όμως, έβρισες τον πατέρα μου». Όταν, τελικά, εκείνο αποκρίθηκε ότι τότε δεν είχε γεννηθεί ακόμη, ο λύκος του είπε: «Αν, δηλαδή, εσύ αραδιάζεις δικαιολογίες, εγώ δεν πρέπει να σε φάω;»
Αισώπου Μύθοι, μτφ. Κώστας Βραχνός, Κόκκινο
Στις περισσότερες λαϊκές παραδόσεις του κόσμου η αλεπού ενσαρκώνει έναν συγκεκριμένο τύπο, τον απατεώνα, τον κατεργάρη. Σ’ αυτές τις παραδόσεις η αλεπού συνδέεται στενά και με δύο άλλα ζώα: ο αντίπαλός της, ο αντίζηλός της είναι ο λύκος και το λιοντάρι-βασιλιάς έχει μαζί της μια περίπλοκη σχέση. Είναι ο βασιλιάς της, εκείνη είναι άλλοτε υποτελής, υπηρέτης του και άλλοτε τον αμφισβητεί και στο τέλος σφετερίζεται το θρόνο του.
Μια φορά ο λύκος κάμανε κολλιγιά με την αλεπού για να σπείρουνε μαζί. Αρχίσανε καμιά φορά και σπείρανε. Ήρθε και ο καιρός να θερίσουνε, αλλά που έκαμνε ζέστη, κάψα πολλή και η αλεπού δεν της ερχότανε καλά να θερίζει μες στη λαύρα! Τι του λέει λοιπόν του λύκου:
«Νικολό, θέρισε συ, που πιο πολύ επιτηδεύεσαι κι εγώ να πάω να κρατήσω κείνον το βράχο να μην πέσει και μας πλακώσει». «Όπως ξέρεις κάμε», της είπε ο Νικολός, και έτσι καθότανε η αλεπού στον ίσκιο και κράταε το βράχο να μην πέσει, και ο κουτός ο λύκος εθέριζε. Μα άκου να δεις τι του ‘καμε στο μοίρασμα. Όταν αλωνίσανε καμιά φορά, βάλανε χώρια το στάρι και χώρια τ’ άχερα. Του είπε τότες η αλεπού:
«Θέλεις να πάρεις, Νικολό, εσύ το πολύ το άχερο κι εγώ το λίγο στάρι ή εγώ το πολύ το άχερο;» και ο λύκος θυμότανε την ύστερη κουβέντα και είπε: «Ας πάρω εγώ το πολύ το άχερο!». Και έτσι πήρε η αλεπού το στάρι η πονηρή, κι ο λύκος ο κουτός το άχερο. Και στα τελευταία του έλεγε:
– Βλέπεις, Νικολό; Εγώ σένα έβαλα διαλεχτή, να μην έχεις παράπονο∙ σε διάλεξες το πολύ το άχερο. Ε, καλό φάγωμα το άχερο, Νικολό, και του χρόνου.
– Παρομοίως σου, μαργιόλα μου, να είσαι καλά.Ελληνικά Παραμύθια, συλλογή Γ. Α. Μέγα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Τον μεσαίωνα πολλές παραδόσεις για την αλεπού συγκεντρώνονται στο Μυθιστόρημα της Αλεπούς που αργότερα θα το μεταγράψει ο Γκαίτε και θα του δώσει το γερμανικό τίτλο Reineke Fuchs. Καθιερώνεται η αντίθεση μεταξύ της επιτήδειας, πονηρής αλεπούς και του κακού λύκου που είναι όμως και ανόητος και βάναυσος. Η αλεπού στην οποία αναφέρονται οι μεσαιωνικές παραδόσεις είναι η πυρόξανθη αλεπού και καθώς το κοκκινωπό χρώμα είναι από τη Βίβλο το χρώμα του κακού, το τρίχωμά της συνέβαλε σε σημαντικό βαθμό στην αρνητική πλευρά της εικόνας της.
Ο Νόμπελ, ο βασιλιάς, συγκαλεί την Αυλή του, κι οι καλεσμένοι του υποτακτικοί τρέχουν με μεγάλη σπουδή από κάθε μέρος και μεριά φτάνουν πολλά σημαντικά πρόσωπα: ο Λύτκε ο γερανός, κι η Μάρκαρτ η καλιακούδα κι όλοι οι καλύτεροι, γιατί ο βασιλιάς εννοεί να κάμει γενική συνέλευση μ’ όλους τους βαρώνους με όλη την πομπή και μεγαλοπρέπεια. Τους προσκαλεί όλους από παντού, μικρούς και μεγάλους, κανείς δεν έπρεπε να λείψει! Και όμως έλειπε ο ένας, ο Ράινεκε, η αλεπού η κατεργάρα! Που από τα πολλά του κακουργήματα, που έχει κάμει, δεν παρουσιάστηκε στην Αυλή. […] Και πρώτος ο Ίζεγκριμ ο λύκος, αρχίζει τα παράπονα. Με συνοδεία όλα του τα ξαδέρφια και τους δικούς του, όλους του τους φίλους, προχωρεί μπρος στον βασιλιά και απαγγέλει την κατηγορία του.
Γκαίτε, Ράινεκε και Φουκς, μτφ. Ι. Ν. Γρυπάρης, Ελευθερουδάκης, 1930
– Τι μεγάλα αυτιά που έχεις, γιαγιά!
– Είναι για να σ’ ακούω καλύτερα!
– Και τι μεγάλα μάτια που έχεις, γιαγιά!
– Είναι για να σε βλέπω καλύτερα!
– Αλλά και τα χέρια σου είναι μεγάλα, γιαγιά!
– Είναι για να σε πιάσω πιο εύκολα!
– Και τι μεγάλο στόμα που έχεις, γιαγιά!
– Είναι για να σε φάω καλύτερα!Και πριν τελειώσει καλά καλά τα λόγια του ο λύκος, όρμησε μ’ ένα πήδημα έξω απ’ το κρεβάτι, άρπαξε την καημένη την Κοκκινοσκουφίτσα και την έκανε κι αυτήν μια μπουκιά.
Τα παραμύθια των αδελφών Γκριμμ, μτφ. Μαρία Αγγελίδου, Άγρα
Ο Κίπλινγκ και ο Τζακ Λόντον στις αρχές του 20ου αιώνα δίνουν στον λύκο τη χαμένη του μεγαλοπρέπεια και τον τοποθετούν κυρίαρχο μέσα στη φύση ακόμα κι αν στις ιστορίες τους είναι επικίνδυνος και σε πόλεμο με τον άνθρωπο.
Ο Ακίλα, ο μεγάλος γκρίζος Μοναχικός Λύκος που διοικούσε όλη την Αγέλη με τη δύναμή του και την εξυπνάδα του, κάθισε μεγαλόπρεπής πάνω στον βράχο του και στα πόδια του κάθισαν κάπου σαράντα λύκοι όλων των μεγεθών και των χρωμάτων, από βετεράνους στο χρώμα του ασβού, που μπορούσε ο καθένας μόνος του να τα βάλει μ’ ένα ελάφι, μέχρι μαύρα φιντανάκια τριών χρόνων που απλώς νόμιζαν ότι μπορούσαν. Ο Μοναχικός Λύκος ήταν αρχηγός τους εδώ και ένα χρόνο.
Ράντγιαρντ Κίπλιγκ, Το βιβλίο της ζούγκλας, Ερευνητές
Ξυπνώντας από έναν υπνάκο που έμοιαζε με εφιάλτη, βρέθηκε κατάφατσα με την κοκκινότριχη λύκαινα. Καθισμένη πάνω στο χιόνι, ούτε δυο μέτρα μακριά από αυτόν, τον παρατηρούσε με ύφος ονειροπόλο. Τα δυο σκυλιά αλυχτούσαν, αλλά της λύκαινας δεν της καιγόταν καρφί. Μόνον ο άντρας της ενδιέφερε, αυτόν κοίταζε και για μια στιγμή εκείνος της ανταπέδωσε το βλέμμα. Η συμπεριφορά του ζώου δεν ήταν καθόλου απειλητική. Το βλέμμα του εξέφραζε μόνο μια τεράστια επιθυμία, αλλά αισθάνθηκε ότι αυτή η επιθυμία προερχόταν από μια πείνα που δεν ήταν λιγότερο τεράστια. Ο άντρας ήταν γι’ αυτήν τροφή και η παρουσία του ερέθιζε τις γευστικές λειτουργίες της λύκαινας. Άνοιξε ένα στόμα γεμάτο σάλια και έγλειψε τα χείλη της με λαιμαργία.
Τζακ Λόντον, Ασπροδόντης, Ερευνητές
Στο πέρασμα των χρόνων η εικόνα της αλεπούς μεταβάλλεται αργά αλλά σταθερά. Το 1943, στον Μικρό Πρίγκιπα του Αντουάν Σαίντ Εξυπερύ, παρουσιάζει τη «σοφή» αλεπού να συνομιλεί μαζί του και τα λόγια της να είναι το συστατικό της δομής όλης της ιστορίας.
Η ζωή μου είναι μονότονη. Κυνηγάω τις κότες, οι άνθρωποι κυνηγούν εμένα. Όλες οι κότες μοιάζουν, κι όλοι οι άνθρωποι μοιάζουν. Γι’ αυτό λοιπόν βαριέμαι κάπως. Αν με ημερώσεις όμως, η ζωή μου θα είναι σαν ηλιόλουστη. Θα γνωρίσω έναν κρότο από πατήματα που θα είναι διαφορετικός απ’ όλους τους άλλους. Τ’ άλλα πατήματα με κάνουν και χώνομαι κάτω απ’ τη γη. Το δικό σου θα με κάνει να βγαίνω έξω απ’ τη φωλιά μου, σα μια μουσική.
Αντουάν ντε Σαιντ Εξυπερύ, Ο μικρός Πρίγκιπας, μτφ. Στρατής Τσίρκας, Ηριδανός
Ο Ρόαλντ Νταλ δημιουργεί το 1970 τον χαρακτήρα του Απίθανου Κύριου Φοξ, μια αρσενική αλεπού που διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά των αλεπούδων, εξυπνάδα, κατεργαριά και μια ωραία κόκκινη φουντωτή ουρά. Το ρόλο όμως του άγριου, κακού αλλά και χαζού αναλαμβάνουν πια οι άνθρωποι στο πρόσωπο των τριών κτηματιών που θέλουν να σκοτώσουν οπωσδήποτε τον Φοξ. Αλλά και στην ταινία της Walt Disney του 1973, Ρομπέν των δασών, όπου όλοι οι ήρωες ενσαρκώνονται από ζώα, η αλεπού αναλαμβάνει τον ρόλο του ίδιου του Ρομπέν των Δασών.
Τέλος η αλεπού, στα ισπανικά zorro, δίνει το όνομά της σ’ ένα διάσημο κινηματογραφικό ήρωα και μετατρέπεται έτσι σε αλεπού-μασκοφόρο-τιμωρό. Ο λύκος ως κακός και βάναυσος στα παραμύθια αργεί περισσότερο να εξελιχθεί σ’ έναν συμπαθητικό ήρωα για παιδιά, αν και τα τελευταία χρόνια έγιναν πολλές προσπάθειες να παρουσιαστεί ως χορτοφάγος, καλλιεργημένος, κυνηγημένος από την Κοκκινοσκουφίτσα και το άγριο Ρούνη, το ύπουλο, κακό γουρούνι.
Μανούλα και Μπαμπά μου,
…Γιατί να πρέπει να περπατήσω χιλιόμετρα ολόκληρα για να φτάσω στο Σχολείο της Κακίας του Θείου στη μέση του σκοτεινού και υγρού δάσους;
Μου λέτε πως αυτές τις μέρες κανείς δεν πετυχαίνει στη ζωή του χωρίς το σήμα της ΚΑΚΙΑΣ. Εγώ όμως ξέρω ένα σωρό πραγματικά κακούς λύκους που δεν πήγαν ποτέ τους σχολείο. Ποτέ! Σαν τον εξάδελφό μου τον Ουρλιαχτάκια, για παράδειγμα. Ξέρω πως θέλετε να γίνω άγριος και κατεργάρης σαν τον μπαμπά. Χρειάζεται όμως να πάω τόσο μακριά;Από το βιβλίο του Άιαν Γουάιμπράου, Μικρό λυκάκι – το βιβλίο με τις αταξίες, μτφ. Ρένα Ρώσση, Μίνωας
Το Γουρούνι, το Παπί κι η Αγελάδα προσκάλεσαν τον Λύκο στο απογευματινό τους πικ-νικ. Κι εκεί που κάθονταν στη λιακάδα κι έλεγαν ιστορίες και ανέκδοτα, το Γουρούνι είχε μια καταπληκτική ιδέα. «Γιατί δεν γίνεσαι παραμυθάς;» πρότεινε στον Λύκο. «Γιατί να μην γίνουμε όλοι παραμυθάδες;» πρότεινε η Αγελάδα. «Θα διαβάζουμε πολλά βιβλία», είπε ενθουσιασμένο το Παπί. «Και θα κάνουμε όλοι μαζί τον γύρο του κόσμου», είπε ο Λύκος περήφανος για τους καινούριους του φίλους.
Μπέκη Μπλουμ, Ένας καλλιεργημένος λύκος, Ζεβρόδειλος
Ένα είναι σίγουρο: ο λύκος και η αλεπού, ζώα που έζησαν για χιλιάδες χρόνια σε στενή σχέση με τον άνθρωπο στα κοτέτσια ή στα μαύρα δάση είναι ζώα που ξέρουν να αφηγηθούν ιστορίες, είναι πραγματικά ζώα παραμυθάδες!